- ὑπέρακρος
- ὑπέρακρος, ον,A very precipitous,
λόφοι Ael.NA14.16
.II Adv. ὑπεράκρως, v. ὑπερακρατής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόφοι Ael.NA14.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek
ὑπεράκρων — ὑπέρακρος very precipitous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)